- πολυξάκουστος
- -η, -ο, Νπολυξακουσμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ξακουστός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυξάκουστος — πολυξάκουστος, η, ο και πολυξακουσμένος, η, ο ο πολύ ξακουστός, ο περίφημος, ο πολυθρύλητος, ο πολυφημισμένος: Ο πολυξάκουστος καρδιοχειρουργός Μπάρναρντ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)